Σελίδες

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΥΡΗ ΓΑΤΑ- ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ

Η τελευταία μαύρη γάταΗ τελευταία μαύρη γάτα" είναι το εκατοστό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά, το οποίο αποτελεί παράλληλα και το πρώτο του μυθιστόρημα για μικρούς και μεγάλους.

Σε ένα μακρινό νησί, τα μέλη μιας μυστικής αδελφότητας προληπτικών πιστεύουν ότι οι μαύρες γάτες φέρνουν γρουσουζιά και αποφασίζουν να τις εξολοθρεύσουν με δηλητήρια, παγίδες και χίλιους δυο απάνθρωπους τρόπους. Σε λίγο έχουν σχεδόν επιτύχει το σκοπό τους. Μόνο μια μαύρη γάτα απομένει ζωντανή. Τα μέλη της αδελφότητας είναι αποφασισμένα να τη βρουν και να την εξοντώσουν.
Η «Τελευταία Μαύρη Γάτα» καταφέρεται εναντίον του ρατσισμού, της προκατάληψης και της δεισιδαιμονίας.

και ένα απόσπασμα από το βιβλίο......

Το βράδυ εκείνο, που λέτε, είχα ραντεβού με τον Κοψονοΰρη, τον καλύτερο μου φίλο, γνωστό επίσης με τα παρατσούκλια «Γατοκομάντος» ή «Τηγανάκιας», λόγω των επιδόσεων του στον εντοπισμό και την αστραπιαία αρπαγή τηγανητών ψαριών από ψαροταβέρνες. Φίνος γάτος ο Κοψονούρης, άριστος φίλος, πάντα αισιόδοξος, μ ένα χαρούμενο σπινθήρισμα στα μάτια. Το τι ξάπλες, πλάκες, τσάρκες και μάσες είχαμε κάνει μαζί δεν περιγράφεται. Χαράματα το ίδιο πρωί ο Κοψονούρης μου είχε εκμυστηρευθεί ότι σε μία από τις απογευματινές του περιπλανήσεις είχε εντοπίσει μια παραθαλάσσια ψαροταβέρνα, που το πλαϊνό παράθυρο της κουζίνας της δεν έκλεινε καλά και είχαμε συμφωνήσει να συναντηθούμε εκεί κοντά κατά το βραδάκι για να την τιμήσουμε δεόντως με μία αστραπιαία επιδρομή, που θα άδειαζε τα τηγάνια της και θα γέμιζε τις κοιλίτσες μας.

Τόπος του ραντεβού είχε οριστεί η τσίγκινη σκεπή μιας ετοιμόρροπης παράγκας, καμιά τριακοσαριά μέτρα απόσταση από το στόχο μας. Όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, είχαμε επιλέξει εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ επειδή δεν είχε παρά ελάχιστο φεγγάρι και συνεπώς μειώνονταν σημαντικά οι πιθανότητες να γίνουν αντιληπτές οι κινήσεις μας. 

Εγώ λοιπόν, που λέτε, καταφθάνω πρώτος, σκαρφαλώνω στο άψε-σβήσε από ένα σκουριασμένο λούκι και αρχίζω να κόβω βόλτες πέρα-δώθε στη σκεπή της παράγκας. Αισθάνομαι ανέμελος και ευδιάθετος. Δεξιά μου απλώνεται η θάλασσα, σκουροπράσινη κι απέραντη, ως εκεί που φτάνει το μάτι, λες και δεν έχει τέλος. Παλιότερα, όταν ήμουνα μικρό γατάκι, ψιψινάκι δηλαδή, ονειρευόμουν ότι θα γινόμουν κάποια μέρα καραβόγατος, θα μπαρκάριζα σε ένα καλοτάξιδο ιστιοφόρο φορτωμένο κασέλες με λιθρίνια και σαρδέλες και θα γύριζα όλο τον ντουνιά απ άκρη σ άκρη.

Αλλά δυστυχώς το όνειρο έμεινε όνειρο, επειδή η θάλασσα μου προκαλούσε ναυτία. Σήμερα βέβαια είναι ήρεμη σαν λάδι προτού το ρίξουν στο τηγάνι για να τηγανίσουν παλαμίδες και το αντιφέγγισμα των αστεριών παιχνιδίζει στην ακύμαντη επιφάνεια της. Το χειμώνα όμως η ίδια αυτή θάλασσα, θεέ μου, πώς αλλάζει, φουρτουνιάζει, θεριεύει, αγριεύει, μανιασμένα κύματα σηκώνονται ίδια βουνά θεόρατα, ο ένας τυφώνας διαδέχεται τον άλλο και για τρεις-τέσσερις μήνες ούτε καράβι, ούτε καΐκι, ούτε κανένα άλλο πλεούμενο μπορεί να πλησιάσει στο νησί μας.


Ξαφνικά συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Κάτω από μια αναποδογυρισμένη ψαρόβαρκα εμφανίζεται ένας άλλος, άγνωστος μου, μαύρος γάτος, που καθώς φαίνεται τον έχει προκαλέσει κι αυτόν η γαργαλιστική και ακατανίκητη μυρωδιά των μπαρμπουνιών.

- Όπα! Να τα μας! Ελπίζω να μη μας τα χαλάσει ο γατεργάρης! σκέφτομαι.

Τον παρακολουθώ να πλησιάζει με προφύλαξη προς την κατεύθυνση της ψαροταβέρνας, ρίχνοντας κλεφτές ματιές ολόγυρα. Τα υπόλοιπα συμβαίνουν τόσο αναπάντεχα, τόσο αστραπιαία, που αναρωτιόμουν μετά αν πραγματικά τα είδα. Μια τρίκυκλη μοτοσικλέτα με καρότσα στο πλάι, που ερχόταν φουλαριστή από το βάθος του δρόμου, κόβει ταχύτητα, φρενάρει απότομα, δυο τύποι, ένας κοντός με τραγιάσκα και ένας ψηλός με κρεμαστό μουστάκι, πηδούν, αρπάζουν επιδέξια το γάτο με μια απόχη, του κοπανάνε μια-δυο κλοτσιές και τον μπουζουριάζουν σε ένα τσουβάλι. Ο ταλαίπωρος γάτος αρχίζει να συστρέφεται, να γρατζουνάει και να νιαουρίζει απελπισμένα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι απαγωγείς ρίχνουν το θήραμα τους στην καρότσα, πηδάνε πάλι στη μοτοσικλέτα και γίνονται καπνός.

ΠΗΓΗ:  ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ